- παροιμιακός
- -ή, ό / παροιμιακός, -ή, -όν, ΝΑ [παροιμία]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παροιμία, ο παροιμιώδης («παροιμιακή ρήση»)αρχ.το ουδ. ως ουσ. τὸ παροιμιακόν(ενν. μέτρον) αναπαιστικός καταληκτικός δίμετρος που απαντά συνήθως στο τέλος αναπαιστικού συστήματος.επίρρ...παροιμιακά / παροιμιακώς ΝΑμε τρόπο παροιμιακό, με παροιμίες, ως παροιμία, παροιμιωδώς («τό τε παροιμιακῶς λεχθέν», Στράβ.).
Dictionary of Greek. 2013.